Λέων ΤρότσκιΑνάμεσα στους Κόκκινους και τους ΛευκούςΜαρξισμός και εθνικό ζήτημαΠροηγούμενο: Δημοκρατία και σοβιετικό σύστημα Επόμενο: "Κοινή γνώμη", Σοσιαλδημοκρατία, Κομμουνισμός |
"Οι Σύμμαχοι δεν σκοπεύουν να εγκαταλείψουν τη μεγάλη αρχή της αυτοδιάθεσης των μικρών εθνών. Θα απαρνηθούν αυτή την αρχή μόνο όταν βρεθούν αντιμέτωποι με το γεγονός ότι κάποια από τα προσωρινά ανεξάρτητα έθνη αποδεικνύουν ότι απειλούν τη διεθνή ειρήνη με την ανικανότητά τους να διατηρήσουν την τάξη, τις φιλοπόλεμες και επιθετικές τους ενέργειες και ακόμη με την συνεχή, παιδιάστικη και άχρηστη επιμονή τους στην διατήρηση της αξιοπρέπειας τους. Οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν θα ανεχθούν τέτοια έθνη, καθώς είναι αποφασισμένες να διατηρήσουν την παγκόσμια ειρήνη.
Με αυτές τις σταράτες κουβέντες ο Βρετανός στρατηγός Γουώκερ εντύπωσε στα μυαλά των Γεωργιανών μενσεβίκων την αντίληψη της "σχετικότητας" του εθνικού δικαιώματος στην αυτοδιάθεση. Πολιτικά ο Χέντερσον στεκόταν, και ακόμη στέκεται, πίσω από το στρατηγό του. Αλλά "θεωρητικά", είναι πρόθυμος να μετατρέψει την εθνική αυτοδιάθεση σε μία απόλυτη αρχή και να την στρέψει ενάντια στη Σοβιετική Δημοκρατία.
Η εθνική αυτοδιάθεση είναι η θεμελιώδης δημοκρατική φόρμουλα για τα καταπιεσμένα έθνη. Όπου η ταξική καταπίεση περιπλέκεται με την εθνική υποτέλεια, τα δημοκρατικά αιτήματα παίρνουν πρώτα απ' όλα τη μορφή αιτημάτων για εθνική ισότητα δικαιωμάτων - για αυτονομία ή για ανεξαρτησία.
Το πρόγραμμα της αστικής δημοκρατίας περιλαμβάνει το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης, αλλά αυτή η δημοκρατική αρχή ήρθε σε βίαιη και ανοιχτή σύγκρουση με τα συμφέροντα της αστικής τάξης των πιο ισχυρών εθνών. Η δημοκρατική μορφή διακυβέρνησης φάνηκε να είναι απόλυτα συμβατή με την κυριαρχία του χρηματιστηρίου. Ο καπιταλισμός με τη μεγαλύτερη ευκολία εγκαθίδρυσε μία δικτατορία πάνω από το μηχανισμό του γενικού εκλογικού δικαιώματος. Όμως, το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης πήρε, και ακόμη παίρνει σε πολλές περιπτώσεις, το χαρακτήρα ενός οξέος και άμεσου κινδύνου διαμελισμού των αστικών κρατών, ή απόσχισης των αποικιών τους.
Οι πιο ισχυρές δημοκρατίες έχουν μεταμορφωθεί σε ιμπεριαλιστικές απολυταρχίες. Η χρηματιστική ολιγαρχία, το Σίτυ, βασιλεύει παντοδύναμο πάνω στον στερημένο δικαιωμάτων ανθρώπινο ωκεανό της Ασίας και της Αφρικής, μέσω του "δημοκρατικά" σκλαβωμένου λαού της μητρόπολης.
Η Γαλλική Δημοκρατία, με πληθυσμό 38 εκατομμυρίων, είναι απλά ένα τμήμα της αποικιοκρατικής αυτοκρατορίας, που αριθμεί σήμερα 60 εκατομμύρια έγχρωμους σκλάβους. Ο μαύρος πληθυσμός των γαλλικών αποικιών θα υποχρεώνεται να συμπληρώνει, σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό, το στρατό που χρησιμεύει για τη διατήρηση της καπιταλιστικής κυριαρχίας πάνω στους εργάτες στην ίδια τη Γαλλία. Η τάση να επεκταθούν οι αγορές σε βάρος των γειτονικών εθνών, η πάλη για επέκταση των αποικιών και για ισχύ στη θάλασσα - ο ιμπεριαλισμός - έχει έρθει όλο και περισσότερο σε ασυμφιλίωτη σύγκρουση με τις χωριστικές εθνικές τάσεις των καταπιεσμένων λαών. Και καθώς οι δημοκράτες της μεσαίας τάξης, περιλαμβανομένων και των σοσιαλδημοκρατών, υποτάχτηκαν πλήρως στους ιμπεριαλιστές, το πρόγραμμα της εθνικής αυτοδιάθεσης πρακτικά εκμηδενίστηκε.
Η μεγάλη ιμπεριαλιστική σφαγή επέφερε οξείες αλλαγές σε αυτό το ζήτημα: όλα τα αστικά και σοσιαλπατριωτικά κόμματα άρπαξαν την εθνική αυτοδιάθεση, αλλά από τη λάθος άκρη. Οι εμπόλεμες κυβερνήσεις έκαναν ότι μπορούσαν για να υιοθετήσουν αυτό το σύνθημα, πρώτα στον πόλεμο αναμεταξύ τους και μετά στον πόλεμο ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία. Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός φλερτάριζε με την εθνική ανεξαρτησία των Πολωνών, των Ουκρανών, των Λιθουανών, των Λετονών, των Εσθονών, των Φιλανδών και των καυκασιανών λαών και χρησιμοποιούσε τα συνθήματα αυτά στην αρχή ενάντια στον τσαρισμό και στη συνέχεια, σε μεγαλύτερη κλίμακα, ενάντια σε μάς. Στην αρχή η Αντάντ, σε συνδυασμό με τον τσαρισμό, διεκδικούσε την "απελευθέρωση" των λαών της Αυστρο-Ουγγαρίας, της Γερμανίας και της Τουρκίας. Στη συνέχεια, έχοντας στερηθεί τη συνεργασία του τσαρισμού, έπιασαν τη γραμμή της "απελευθέρωσης" των συνοριακών χωρών της Ρωσίας.
Η Σοβιετική Δημοκρατία, έχοντας κληρονομήσει την Τσαρική Αυτοκρατορία, που είχε δημιουργηθεί με βία και καταπίεση, διακήρυξε ανοιχτά το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης και της εθνικής ανεξαρτησίας. Παρότι καταλάβαινε την τεράστια σημασία αυτού του συνθήματος κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου προς το σοσιαλισμό, το κόμμα μας ούτε για ένα λεπτό δεν μετέτρεψε τη δημοκρατική αρχή της αυτοδιάθεσης σε κυρίαρχο παράγοντα πάνω απ' όλα τα άλλα ιστορικά καθήκοντα και απαιτήσεις.
Η οικονομική ανάπτυξη της σημερινής κοινωνίας έχει έντονα συγκεντρωτικό χαρακτήρα. Ο καπιταλισμός έχει θέσει τα προκαταρκτικά θεμέλια για μία καλά ρυθμισμένη οικονομία σε παγκόσμια κλίμακα. Ο ιμπεριαλισμός δεν είναι παρά η αρπακτική έκφραση αυτής της ανάγκης ενότητας και διεύθυνσης της οικονομικής ζωής ολόκληρου του πλανήτη. Η κάθε ισχυρή ιμπεριαλιστική χώρα πνίγεται στα στενά πλαίσια της εθνικής οικονομίας και προσπαθεί να διευρύνει την αγορά της. Ο ιδανικός τους στόχος είναι το μονοπώλιο της παγκόσμιας οικονομίας. Η καπιταλιστική απληστία και πειρατεία, είναι η σημερινή έκφραση του θεμελιώδους καθήκοντος της εποχής μας: του συντονισμού της οικονομικής ζωής όλων των τμημάτων του κόσμου, και της δημιουργίας, προς το συμφέρον ολόκληρης της ανθρωπότητας, αρμονικής διεθνούς παραγωγής, βασισμένης στην αρχή της οικονομίας των δυνάμεων και πόρων. Αυτό είναι και το καθήκον του σοσιαλισμού.
Είναι αυτονόητο ότι η αρχή της αυτοδιάθεσης σε καμία περίπτωση δεν υποσκελίζει τις ενοποιητικές τάσεις της σοσιαλιστικής οικονομικής οικοδόμησης. Απ' αυτή την άποψη, η αυτοδιάθεση μοιράζεται, στη διαδικασία της ιστορικής εξέλιξης, την υποδεέστερη θέση που έχει η δημοκρατία γενικά. Ο σοσιαλιστικός συγκεντρωτισμός όμως, δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον ιμπεριαλιστικό συγκεντρωτισμό χωρίς ένα μεταβατικό στάδιο, και πρέπει να δοθεί η ευκαιρία στις καταπιεσμένες εθνότητες να τεντώσουν τα άκρα τους, που έχουν πιαστεί κάτω από τις αλυσίδες της καπιταλιστικής επιβολής.
Η περίοδος που θα χρειαστεί για την ικανοποιητική επίλυση της εθνικής ανεξαρτησίας της Φιλανδίας, της Τσεχοσλοβακίας, της Πολωνίας κλπ, θα καθοριστεί από τη γενική τάση της κοινωνικής επανάστασης. Η οικονομική εξάρτηση των διαφόρων μικρών εθνοτήτων, που ήταν τμήματα της Ρώσικης Αυτοκρατορίας, έγινε αισθητή με οξύτητα αμέσως μετά την απαρχή της ανεξάρτητης ύπαρξής τους, εξ' αιτίας της μεταξύ τους απομόνωσης.
Το καθήκον και οι μέθοδοι της προλεταριακής επανάστασης δεν έγκεινται σε καμιά περίπτωση στη μηχανική εξαφάνιση των εθνικών χαρακτηριστικών ή στη βίαιη ομογενοποίηση. Η παρέμβαση στη γλώσσα, την παιδεία, τη λογοτεχνία και την κουλτούρα των διαφόρων εθνοτήτων, είναι κάτι τελείως ξένο προς την προλεταριακή επανάσταση, γιατί η κατευθυντήρια αρχή της δεν είναι τα επαγγελματικά συμφέροντα των διανοούμενων και τα "εθνικά" συμφέροντα του κάθε μαγαζάτορα, αλλά η ικανοποίηση των θεμελιωδών συμφερόντων της εργατικής τάξης. Η νικηφόρα κοινωνική επανάσταση θα δώσει πλέρια ελευθερία σε όλες τις εθνικές ομάδες να λύσουν μόνες τους όλα τα ζητήματα της εθνικής κουλτούρας, ενώνοντας ταυτόχρονα κάτω από μια κοινή σκέψη (προς όφελος και με τη συγκατάθεση των εργατών), τα οικονομικά καθήκοντα, η ορθολογική επίλυση των οποίων εξαρτάται από τις φυσικές, ιστορικές και τεχνικές συνθήκες και όχι από τη φύση των εθνικών ομαδοποιήσεων. Η Σοβιετική Ομοσπονδία αντιπροσωπεύει την πιο ευπροσάρμοστη και ευλύγιστη κρατική μορφή για το συντονισμό των εθνικών και οικονομικών απαιτήσεων.
Η σοβιετική κυβέρνηση πήρε τη θέση της ανάμεσα στην Δύση και την Ανατολή οπλισμένη με δύο συνθήματα: τη "δικτατορία του προλεταριάτου" και την "εθνική αυτοδιάθεση". Σε μερικές περιπτώσεις αυτές οι δύο φάσεις μπορεί να χωρίζονται μόνο από μερικά χρόνια, ακόμη και μήνες. Στην περίπτωση των μεγάλων αυτοκρατοριών της ανατολής, το διάστημα αυτό θα μπορούσε να διαρκέσει δεκαετίες.
Κάτω από τις επαναστατικές συνθήκες που επικρατούσαν τότε, οι εννιά μήνες του δημοκρατικού καθεστώτος των Κερένσκυ-Τσερετέλι αποδείχτηκαν αρκετοί για να δημιουργήσουν τις συνθήκες μίας προλεταριακής νίκης. Σε σύγκριση με το καθεστώς των Νικόλαου-Ρασπούτιν, το καθεστώς των Κερένσκυ-Τσερετέλι ήταν ένα βήμα μπροστά. Η αναγνώριση αυτού του γεγονότος, το οποίο εννοείται ποτέ δεν αρνηθήκαμε, δεν στηρίζεται στην τυπική αξιολόγηση της δημοκρατίας, αυτή που κάνουν οι καθηγητές, οι παπάδες και οι Μακντόναλντ, αλλά στην επαναστατική, ιστορική, υλιστική αξιολόγηση του πραγματικού νοήματος της. Εννιά μήνες επανάστασης ήταν αρκετοί για να δείξουν τα όρια της ανεξάρτητης προοδευτικής σημασίας της. Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, ότι ήταν δυνατό τον Οχτώβρη του 1917 να πάρουμε μέσα από ένα δημοψήφισμα, μία συγκεκριμένη απάντηση από την πλειοψηφία των εργατών και των αγροτών στο ερώτημα αν θεωρούσαν το προκαταρκτικό δημοκρατικό μάθημα επαρκές. Αλλά σημαίνει αναμφισβήτητα, ότι μετά από εννιά μήνες του δημοκρατικού καθεστώτος, η κατάκτηση της εξουσίας από την προλεταριακή πρωτοπορία δεν διέτρεχε κίνδυνο να συναντήσει αντίσταση, βασισμένη στην αμάθεια και τις προκαταλήψεις, από τους εργάτες. Της ήταν άμεσα δυνατό να επεκτείνει και να ενισχύσει τις θέσεις της, αφυπνίζοντας την συνείδηση και την υποστήριξη όλο και μεγαλύτερων μαζών των εργατών. Σ' αυτό λοιπόν έγκειται η μεγάλη σημασία του σοβιετικού συστήματος, πράγμα που αναγνωρίζουν ακόμη και οι σχολαστικοί δημοκράτες.
Ο εθνικός διαχωρισμός των πρώην συνοριακών χωρών της Τσαρικής Αυτοκρατορίας, και ο μετασχηματισμός τους σε ανεξάρτητες, μικροαστικές δημοκρατίες, είχε περίπου τον ίδιο προοδευτικό χαρακτήρα όπως και η δημοκρατία στο σύνολό της. Μόνο ιμπεριαλιστές και μισο-ιμπεριαλιστές μπορούν να αρνηθούν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης στους καταπιεσμένους λαούς. Μόνο φανατικοί και τσαρλατάνοι του εθνικισμού μπορούν να δουν σε αυτήν έναν αυτοσκοπό. Σε μάς η εθνική αυτοδιάθεση φαινόταν πάντα, και πάντοτε θα φαίνεται, σαν ένα βήμα - συχνά αναπόφευκτο - στο δρόμο προς την διχτατορία της εργατικής τάξης - η οποία, σύμφωνα με τους κανόνες της επαναστατικής στρατηγικής, και στην πορεία του εμφύλιου πόλεμου, αναπτύσσει ισχυρές συγκεντρωτικές τάσεις που δρουν σαν αντίβαρο στον εθνικό διαχωρισμό, συμβαδίζοντας έτσι απόλυτα με τις απαιτήσεις ενός καλορυθμισμένου σοσιαλιστικού οικονομικού συστήματος.
Το πόσο σύντομα η αντίσταση (αρχικά σε μικρή κλίμακα) στις αυταπάτες της "ανεξάρτητης" κρατικής ύπαρξης θα κάνει δυνατή την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη εξαρτάται από την τάση της επαναστατικής ανάπτυξης (όπως ήδη ειπώθηκε) καθώς και από τις ειδικές εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες της συγκεκριμένης χώρας. Στη Γεωργία μία φανταστική εθνική ανεξαρτησία διατηρήθηκε επί τρία χρόνια.
Είναι αδύνατο να δοθεί μία ακαδημαϊκή απάντηση στα ερωτήματα: "Χρειαζόντουσαν πράγματι οι εργαζόμενες μάζες της Γεωργίας τρία χρόνια για να αποβάλλουν τις εθνικές τους αυταπάτες;" ή "μήπως χρειαζόντουσαν πάνω από τρία χρόνια για αυτή τη διαδικασία;" Η λύση του δημοψηφίσματος, ενώ διεξάγεται ή πάλη ανάμεσα στην επανάσταση και τον ιμπεριαλισμό σε όλα τα μέρη του κόσμου, δεν είναι παρά φαντασίωση. Το πώς μπορεί να επηρεαστεί το αποτέλεσμα ενός δημοψηφίσματος, μπορούν να το διαβεβαιώσουν οι κκ. Κορφάντυ και Ζελικόφσκυ, ή οι αντίστοιχες επιτροπές της Αντάντ. Για μας αυτό το θέμα μπορεί να λυθεί, όχι με τις μεθόδους της τυπικής δημοκρατικής στατικής, αλλά με τις μεθόδους της επαναστατικής δυναμικής. Η αιχμή του ζητήματος έγκειται στο γεγονός ότι η σοβιετική επανάσταση στη Γεωργία (η οποία όντως επήλθε με την ενεργή συμμετοχή του κόκκινου στρατού, γιατί θα είχαμε προδώσει τους εργάτες και τους αγρότες της Γεωργίας αν δεν τους είχαμε υποστηρίξει με τις ένοπλές μας δυνάμεις, αφού είχαμε τέτοιες), έλαβε χώρα μετά από τον πολιτικό πειραματισμό τριών χρόνων γεωργιανής "ανεξαρτησίας" και κάτω από συνθήκες που μπορούσαν να εγγυηθούν όχι απλά μία προσωρινή στρατιωτική επιτυχία, αλλά επίσης την παραπέρα πολιτική ανάπτυξη της επανάστασης - δηλαδή την επέκταση και το δυνάμωμα του σοβιετικού συστήματος στην ίδια τη Γεωργία. Και εδώ έγκειται, αν μου επιτρέψουν οι χοντροκέφαλοι δημοκράτες σχολαστικοί να εκφραστώ έτσι, το επαναστατικό μας καθήκον.
Οι πολιτικοί της Δεύτερης Διεθνούς, μαζί με τους μέντορές τους από τις αστικές δημοκρατικές καγκελαρίες, χαμογελάνε σαρδόνια όταν αναγνωρίζουμε το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης. Αυτή την αναγνώριση την χαρακτηρίζουν παγίδα για τους αφελείς - ένα δόλωμα που κρατάει ο ρώσικος ιμπεριαλισμός. Στην πραγματικότητα, είναι η ίδια η ιστορία που κρατάει αυτά τα δολώματα, αντί να λύνει τα ζητήματα με άμεσο τρόπο. Εν πάσει περιπτώσει, δεν μπορούμε να κατηγορηθούμε ότι μετατρέπουμε τα ζιγκ-ζαγκ της ιστορικής ανάπτυξης σε παγίδες γιατί, ενώ πράγματι αναγνωρίζουμε το δικαίωμα στην εθνική αυτοδιάθεση, προσέχουμε να εξηγούμε στις μάζες την περιορισμένη ιστορική του σημασία, και ποτέ δεν το βάζουμε πάνω από τα συμφέροντα της προλεταριακής επανάστασης.
Ένα εργατικό κράτος, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, αναγνωρίζει με αυτό τον τρόπο ότι ο επαναστατικός εξαναγκασμός δεν είναι ένας πανίσχυρος ιστορικός παράγοντας. Η Σοβιετική Ρωσία σε καμιά περίπτωση δεν προτίθεται να βάλει τη στρατιωτική ισχύ της στη θέση των επαναστατικών προσπαθειών του προλεταριάτου άλλων χωρών. Η κατάκτηση της προλεταριακής εξουσίας, πρέπει να είναι αποτέλεσμα της προλεταριακής πολιτικής εμπειρίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι επαναστατικές προσπάθειες των εργατών της Γεωργίας ή οποιασδήποτε άλλης χώρας δεν πρέπει να τύχουν στρατιωτικής υποστήριξης από το εξωτερικό. Απλά είναι αναγκαίο αυτή η υποστήριξη να έρθει σε μία στιγμή που η ανάγκη της να έχει δημιουργηθεί από την πολιτική ανάπτυξη των εργατών, και να έχει αναγνωριστεί από την ταξικά συνειδητή επαναστατική πρωτοπορία, η οποία να έχει κερδίσει τη συμπάθεια της πλειοψηφίας των εργατών. Αυτά είναι ζητήματα επαναστατικής στρατηγικής, και όχι μία τυπική δημοκρατική ιεροτελεστία.
Η "ρεαλπολιτίκ" του σήμερα κάνει αναγκαίο να συσχετιστούν τα συμφέροντα του εργατικού κράτους με τις συνθήκες που δημιουργεί το γεγονός της περικύκλωσής του από μεγάλα και μικρά αστικά εθνικά-δημοκρατικά κράτη. Από τέτοιες σκέψεις οδηγηθήκαμε, στη βάση μίας ακριβούς αξιολόγησης των αντικειμενικών γεγονότων, όταν κρατήσαμε την στάση της υπομονής και της ανοχής απέναντι στη Γεωργία. Αλλά όταν αυτή η στάση, μετά από μία μακριά περίοδο δοκιμής, δεν μας έδωσε ούτε τις στοιχειωδέστερες εγγυήσεις ασφάλειας - όταν η αρχή της αυτοδιάθεσης έγινε, στα χέρια του στρατηγού Γουώκερ και του ναύαρχου Ντυμενίλ, μία νομικίστικη εγγύηση για την αντεπανάσταση η οποία ετοίμαζε μία νέα επίθεση εναντίον μας - τότε δεν είδαμε ούτε μπορούσαμε να δούμε κανένα ηθικό εμπόδιο στο να στείλουμε, κατόπιν πρόσκλησης της επαναστατικής πρωτοπορίας της Γεωργίας, τον Κόκκινο Στρατό μας, για να βοηθήσουμε τους εργάτες και τους φτωχούς αγρότες της Γεωργίας ώστε να ανατρέψουν αυτή την αξιοθρήνητη δημοκρατία, που είχε ήδη καταδικάσει τον εαυτό της με την πολιτική της, στο ελάχιστο δυνατό χρονικό διάστημα και με τις ελάχιστες δυνατές θυσίες.
Δεν αναγνωρίζουμε απλά, αλλά δίνουμε και πλήρη υποστήριξη στην αρχή της αυτοδιάθεσης, όποτε στρέφεται ενάντια σε φεουδαρχικά, καπιταλιστικά ή ιμπεριαλιστικά κράτη. Αλλά όποτε η αυταπάτη της αυτοδιάθεσης, στα χέρια της αστικής τάξης, γίνεται όπλο που στρέφεται ενάντια στην προλεταριακή επανάσταση, δε μπορούμε να χειριστούμε αυτή την αυταπάτη διαφορετικά από τις άλλες "αρχές" της δημοκρατίας που διαστρέφονται από τον καπιταλισμό.
Το ότι η σοβιετική πολιτική στον Καύκασο ήταν σωστή επίσης από την άποψη του εθνικού ζητήματος, το αποδεικνύουν καλύτερα οι σχέσεις που υπάρχουν σήμερα ανάμεσα στους λαούς της Υπερκαυκασίας. Η εποχή του τσαρισμού χαρακτηριζόταν από βάρβαρα εθνικιστικά πογκρόμ στον Καύκασο, όπου οι σφαγές ανάμεσα σε Αρμένιους και Τατάρους ήταν περιοδικά γεγονότα. Αυτές οι αιματηρές εκρήξεις κάτω από τη σιδηρά κυριαρχία του τσαρισμού ήταν η έκφραση αιώνων αγώνων αλληλοκαταστροφής ανάμεσα στους λαούς του Καυκάσου.
Η εποχή της λεγόμενης δημοκρατίας έδωσε στην εθνικιστική διαπάλη πολύ πιο έντονο και οργανωμένο χαρακτήρα. Στην αρχή δημιουργήθηκαν εθνικιστικοί στρατοί, που ήταν εχθρικοί ο ένας προς τον άλλο και που συχνά επιτίθονταν ο ένας στον άλλο. Η προσπάθεια δημιουργίας μίας αστικής ομοσπονδιακής Υπερκαυκασιανής Δημοκρατίας, αποδείχτηκε οικτρή αποτυχία. Η ομοσπονδία κατέρρευσε πέντε βδομάδες μετά από τη σύλληψή της. Λίγους μήνες μετά, οι "δημοκρατικοί" γείτονες βρισκόντουσαν ανοιχτά σε πόλεμο μεταξύ τους. Και μόνο αυτό το γεγονός λύνει το ζήτημα οριστικά: γιατί αν η δημοκρατία ήταν εξίσου ανίκανη με τον τσαρισμό να δημιουργήσει συνθήκες ειρηνικής συμβίωσης των λαών της Υπερκαυκασίας, ήταν φανερά επιτακτικό να υιοθετηθούν άλλες μέθοδοι.
Μόνη η σοβιετική εξουσία μπόρεσε να φέρει την ομόνοια ανάμεσα στα έθνη του Καυκάσου. Στις εκλογές των σοβιέτ, οι εργάτες του Μπακού και της Τυφλίδας, εκλέγουν έναν Τάταρο, έναν Αρμένιο ή έναν Γεωργιανό, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους. Στην Υπερκαυκασία, τα μουσουλμανικά, αρμένικα, γεωργιανά και ρώσικα συντάγματα, ζουν δίπλα-δίπλα. Είναι ποτισμένα με την πεποίθηση ότι αποτελούν έναν στρατό και καμιά δύναμη στη γη δεν θα τα κάνει να κινηθούν το ένα ενάντια στο άλλο. Απ' την άλλη μεριά, θα υπερασπιστούν τη σοβιετική Υπερκαυκασία ενάντια σε οποιονδήποτε εξωτερικό εχθρό.
Η εθνική ειρήνευση της Υπερκαυκασίας, επίτευγμα της σοβιετικής επανάστασης, είναι από μόνη της ένα γεγονός τεράστιας πολιτικής και πολιτισμικής σημασίας. Σε αυτήν εκφράζεται ένας πραγματικός ζωντανός διεθνισμός, που μπορούμε με ασφάλεια να τον αντιπαραθέσουμε στις κενές πατσιφιστικές διακηρύξεις των ηρώων της Δεύτερης Διεθνούς, που δεν είναι παρά συμπλήρωμα στις σωβινιστικές πρακτικές των εθνικών τμημάτων της.
Το αίτημα της απόσυρσης των σοβιετικών στρατευμάτων από τη Γεωργία και της διενέργειας δημοψηφίσματος "κάτω από τον έλεγχο μικτών επιτροπών σοσιαλιστών και κομουνιστών", αποτελεί μια άθλια ιμπεριαλιστική παγίδα, μασκαρεμένη σε εθνική αυτοδιάθεση.
Ας αφήσουμε στην άκρη μια σειρά ερωτήσεις κεφαλαιώδους σημασίας, όπως: - Με ποια δικαιολογία θέλουν οι δημοκράτες να μας επιβάλλουν τη δημοκρατική μορφή του δημοψηφίσματος στη θέση της μορφής των σοβιέτ, που κατά τη γνώμη μας είναι κατά πολύ ανώτερη; Γιατί το δημοψήφισμα να εφαρμοστεί μόνο στη Γεωργία; Γιατί αυτό το αίτημα τίθεται μόνο στη Σοβιετική Δημοκρατία; Γιατί οι σοσιαλδημοκράτες θέλουν να εφαρμόσουν το δημοψήφισμα στη χώρα μας, ενώ δεν κάνουν τίποτα τέτοιο στις δικές τους;
Ας βάλουμε τους εαυτούς μας στη θέση των αντιπάλων μας (αν δηλαδή θεωρήσουμε ότι έχουν κάποια θέση). Ας απομονώσουμε το ζήτημα της Γεωργίας και ας το εξετάσουμε προσεκτικά. Μας προτείνεται να δημιουργηθούν συνθήκες για μία ελεύθερη (δημοκρατική και όχι σοβιετική) έκφραση της γνώμης του πληθυσμού της Γεωργίας.
Δεχτήκαμε να θέσουμε το θέμα έτσι που προσπαθούν να το θέσουν οι αντίπαλοί μας, δηλ. στη βάση των δημοκρατικών αρχών και εγγυήσεων. Φαίνεται όμως ότι προσπαθούν να μας ρίξουν με τον πιο ξετσίπωτο τρόπο, γιατί μας ζητάνε να συγκατατεθούμε στον υλικό αφοπλισμό σοβιετικού εδάφους, ενώ σαν εγγύηση ενάντια σε προσαρτήσεις και πραξικοπήματα από τους ιμπεριαλιστές και τους λευκοφρουρούς μας προσφέρεται - μια απόφαση της Δεύτερης Διεθνούς.
Η μήπως θα πρέπει να υποθέσουμε ότι δεν υπάρχει ιμπεριαλιστική απειλή ενάντια στον Καύκασο; Επειδή η κα Σνόουντεν δεν έχει ακούσει τίποτα για το πετρέλαιο του Μπακού; Ίσως να μην έχει. Μπορούμε να την πληροφορήσουμε (σε σχέση με αυτό το ζήτημα), ότι ο δρόμος για το Μπακού περνάει από Μπατούμι-Τυφλίδα; Η τελευταία είναι το στρατηγικό κέντρο της Υπερκαυκασίας, πράγμα που δε μπορούν να ισχυριστούν ότι αγνοούν οι Βρετανοί και Γάλλοι στρατηγοί. Υπάρχουν ακόμη και τώρα μυστικές οργανώσεις λευκοφρουρών, κάτω από την εύηχη ονομασία "επιτροπές απελευθέρωσης" (ένας τίτλος που δεν τις εμποδίζει να δέχονται χρηματικές επιχορηγήσεις από Βρετανούς και Ρώσους μεγιστάνες του πετρελαίου, Ιταλούς μεγιστάνες του μαγγανίου κλπ). Οι συμμορίες των λευκοφρουρών εφοδιάζονται με όπλα από τη θάλασσα. Όλος αυτός ο αγώνας γίνεται για το πετρέλαιο και το μαγγάνιο. Δεν κάνει καμιά διαφορά στους μεγιστάνες του πετρελαίου αν θα πάρουν το πετρέλαιο μέσω του Ντενίκιν, μέσω του μουσουλμανικού κόμματος Μουσαβάτ, ή μέσω της πύλης της εθνικής αυτοδιάθεσης, με πορτιέρηδες από τη Δεύτερη Διεθνή. Αν ο Ντενίκιν δεν πέτυχε να νικήσει τον Κόκκινο Στρατό, ίσως ο Μακντόναλντ πετύχει να τον απομακρύνει με ειρηνικά μέσα. Όπως και να 'ναι, το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο.
Αλλά ο Μακντόναλντ δεν θα πετύχει. Τέτοια ζητήματα δεν λύνονται με αποφάσεις της Δεύτερης Διεθνούς, ακόμη και αν αυτές οι αποφάσεις δεν ήταν τόσο ευτελείς, αντιφατικές, ανέντιμες και αόριστες όσο είναι η απόφαση για τη Γεωργία.